συμμορίτης

συμμορίτης
ο, ΝΑ, θηλ. συμμορίτισσα Ν
νεοελλ.
μέλος συμμορίας
αρχ.
μέλος καθεμιάς από τις φορολογούμενες ομάδες στις οποίες ήταν διαιρεμένοι οι ευπορότεροι Αθηναίοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμμορία + κατάλ. -ίτης (πρβλ. ἐρημ-ίτης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συμμορίτης — member of a masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμμορίτης — ο θηλ. συμμορίτισσα μέλος μιας συμμορίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συμμορίται — συμμορίτης member of a masc nom/voc pl συμμορίτᾱͅ , συμμορίτης member of a masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμμοριτῶν — συμμορίτης member of a masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμμορίτας — συμμορίτᾱς , συμμορίτης member of a masc acc pl συμμορίτᾱς , συμμορίτης member of a masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμμοριτικός — ή, ό και συμμορίτικος, η, ο, Ν [συμμορίτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον συμμορίτη ή στη συμμορία …   Dictionary of Greek

  • συμμοριτισμός — ο, Ν το σύνολο τών συμμοριών και η δράση τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < συμμορίτης + κατάλ. ισμός*] …   Dictionary of Greek

  • συμμοριτοπόλεμος — ο, Ν πόλεμος μεταξύ ή εναντίον συμμοριών. [ΕΤΥΜΟΛ. < συμμορίτης + πόλεμος (πρβλ. ανταρτο πόλεμος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”