συμμορίτης — member of a masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμορίτης — ο θηλ. συμμορίτισσα μέλος μιας συμμορίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συμμορίται — συμμορίτης member of a masc nom/voc pl συμμορίτᾱͅ , συμμορίτης member of a masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμοριτῶν — συμμορίτης member of a masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμορίτας — συμμορίτᾱς , συμμορίτης member of a masc acc pl συμμορίτᾱς , συμμορίτης member of a masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμοριτικός — ή, ό και συμμορίτικος, η, ο, Ν [συμμορίτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον συμμορίτη ή στη συμμορία … Dictionary of Greek
συμμοριτισμός — ο, Ν το σύνολο τών συμμοριών και η δράση τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < συμμορίτης + κατάλ. ισμός*] … Dictionary of Greek
συμμοριτοπόλεμος — ο, Ν πόλεμος μεταξύ ή εναντίον συμμοριών. [ΕΤΥΜΟΛ. < συμμορίτης + πόλεμος (πρβλ. ανταρτο πόλεμος)] … Dictionary of Greek